υπολογιστής — ο, Ν 1. βοηθός λογιστής 2. (πληροφ.) ο ηλεκτρονικός υπολογιστής 3. ναυτ. τίτλος οικονομικού βαθμοφόρου αντίστοιχος τού αρχικελευστή 4. μτφ. άνθρωπος που σκέπτεται και ενεργεί με ιδιοτέλεια και υστεροβουλία συμφεροντολόγος 5. φρ. α) «ηλεκτρονικός… … Dictionary of Greek
προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… … Dictionary of Greek
υπολογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος 3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» ο υπολογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
Ίντερνετ — (Internet). Παγκόσμιο δίκτυο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και δικτύων υπολογιστών. Ενώνει υπολογιστές και δίκτυα που είναι εγκατεστημένα σε πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, επιχειρήσεις, νοσοκομεία, κρατικούς οργανισμούς, ερευνητικά ινστιτούτα … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
OAED Vocational College shooting — Location Agios Ioannis Rentis, Athens, Greece Date Friday, April 10, 2009 Approximately 08:30 a.m.[1] (UTC+3) … Wikipedia
κομπιούτερ — Βλ. λ. υπολογιστές. * * * το και ο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής … Dictionary of Greek
μικροϋπολογιστής — ο (πληροφορ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής που υπάγεται στην κατηγορία τών μικρών ψηφιακών υπολογιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microcomputer] … Dictionary of Greek
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
σπεκουλαδόρος — ο, θηλ. σπεκουλαδόρισσα, Ν κερδοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculatore «υπολογιστής, κερδοσκόπος»] … Dictionary of Greek